Ντάντολο

Ντάντολο
Επώνυμο οικογένειας ευγενών Βενετών. Βλ. λ. Δάνδολος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ντάντολο, Ερίκο — (Enrico Dandolo, 19ος αι.). Αυστριακός ναύαρχος. Tο 1826 βρισκόταν επικεφαλής αυστριακού στόλου στον Αιγαίο για την καταδίωξη της πειρατείας. Ο Ν. επωφελήθηκε για να καταδιώξει και τους Έλληνες, εναντίον των οποίων έτρεφε μεγάλο μίσος. Απαίτησε… …   Dictionary of Greek

  • Δάνδολος — Εξελληνισμένος τύπος του επωνύμου της οικογένειας των Βενετών ευγενών Νταντόλο (Dandolo), που πρωτοαναφέρεται τον 10o αι. Η ιστορία της συνδέεται στενά με την ακμή της Δημοκρατίας του Αγίου Μάρκου, κυρίως μεταξύ του 12ου και του 14ου αι. Από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”